- λουτροφόρος
- Τελετουργικό αγγείο της αρχαιότητας. Έφερε στοιχεία αμφορέα ή υδρίας, αν και ξεχώριζε για τις λεπτές αναλογίες του σώματος και τον επιμήκη λαιμό του. Το χρησιμοποιούσαν είτε για το γαμήλιο λουτρό είτε ως επιτύμβιο σήμα σε τάφους ανύπαντρων, με τις επιτύμβιες λ. να κατασκευάζονται και από μάρμαρο. Στο σώμα τους έφεραν παραστάσεις από την τελετή του γάμου ή του λουτρού που γινόταν την παραμονή του γάμου και ονομαζόταν λουτροφορία. Ένας νέος ή μία νέα από τους συγγενείς των μελλόνυμφων πήγαινε και έπαιρνε νερό με μία λ. από την πηγή ή τον ποταμό της πόλης και το έφερνε για λουτρό. Ύστερα από αυτή την τελετή, η λ. προσφερόταν ως δώρο στη νύφη.
* * *-ο (Α λουτροφόρος, -ον)1. αυτός που μεταφέρει νερό για λουτρό («λουτροφόρος παῑς» — αγόρι που κατά την ημέρα τού γάμου κοντινού συγγενούς του μετέφερε σε αυτόν νερό για πλύσιμο από την κρήνη Καλλιρρόη, Πολυδ.)2. το θηλ. ως ουσ. η λουτροφόροςαρχαιολ. α) άγαλμα κόρης ή αγοριού που κρατά υδρία και είναι τοποθετημένο σε τάφο αγάμωνβ) αγγείο με δύο λαβές με το οποίο μεταφερόταν νερό για πλύσιμο τής νύφης πριν από τον γάμογ) υδρία που τοποθετούνταν στον τάφο τών αγάμων.[ΕΤΥΜΟΛ. < λουτρόν + -φόρος (< φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.